- προσεχές
- προσεχήςnext tomasc/fem voc sgπροσεχήςnext toneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… … Dictionary of Greek
απόθεμα — Η ποσότητα προϊόντων που φυλάσσεται στις αποθήκες μιας εμπορικής επιχείρησης και προορίζεται για την αγορά. Περιλαμβάνει τα τελικά προϊόντα διάθεσης, τα ημικατεργασμένα προϊόντα και τις πρώτες και βοηθητικές ύλες. Ενδέχεται τα προϊόντα αυτά (ή… … Dictionary of Greek
αύθις — αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α) 1. πίσω στο ίδιο σημείο απ όπου ξεκίνησε κανείς («αὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε») 2. χρον. πάλι, ξανά 3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῡτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» αυτά θα … Dictionary of Greek
αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
προσακές — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού προσεχές] … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Τζιότο ντι Μποντόνε — (Giotto di Bondone, Κόλε ντι Βεσπινιάνο, Φλωρεντία 1266 – Φλωρεντία 1337). Ιταλός ζωγράφος, ψηφιδογράφος και αρχιοικοδόμος. Μαθητής του Τσιμαμπούε, τον οποίο (όπως αναφέρει η παράδοση και ο ίδιος ο Δάντης σε ένα περίφημο κομμάτι του Καθαρτηρίου)… … Dictionary of Greek
αν — 1. σύνδ. υποθ., εάν: Αν πρόσεχες δε θα αρρώσταινες. 2. απορηματικός σύνδ. που εισάγει πλάγια ερώτηση ολικής άγνοιας: Ρωτούσε αν θα πάνε ταξίδι. 3. με τον και (και αν, αν και), σύνδ. εναντιωματικός: Αν και δε μου το είπες, εγώ το κατάλαβα. 4. σύνδ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)